- ἀβούτης
- ἀ-βούτης, der keine Rinder besitzt, ohne Rinder, arm
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀβούτης — without oxen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
ἀβούτεω — ἀβούτεω̆ , ἀβούτης without oxen masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)